- κροκοδειλίζω
- (Α κροκοδιλίζω και κροκοδειλίζω) [κροκόδειλος]συμπεριφέρομαι υποκριτικά σαν τον κροκόδειλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κροκοδειλίζω — μιμούμαι τον κροκόδειλο, υποκρίνομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κροκοδιλίζω — (Α) βλ. κροκοδειλίζω … Dictionary of Greek